- ἐναγισμοί
- ἐναγισμόςoffering to the deadmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναγιστήριον — ἐναγιστήριον, το (Α) τόπος ή οικοδόμημα όπου γίνονταν εναγισμοί … Dictionary of Greek